ΝΟΝΟΙ ΚΑΙ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Ε, ρε Θε μου, να γινόταν να ξυπνήσω ένα πρωί στ’ άγια χώματα της Πόλης, κει που έζησα παιδί .Να ξανάβλεπα τους μόρτες του Γαλατά να μεθούν και να τα σπαν,  να τσακώνονται στα χέρια και να κάνουν σαματά το πρωί τα τζιβαέρια και ας πέθαινα μετά.                                                                                                             Απ.Καλδάρας 

         Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, μετά την εξαφάνιση ή μάλλον τη σφαγή των γενιτσάρων από τον Μαχμούτ τον Β΄ το 1826 , το αντίστοιχο δικό μας των ρεμπέτηδων ήταν οι λεγόμενοι κιουλχάνμπεη ή άρχοντες του υπόκαυστου, δηλαδή άστεγοι που τα βράδια κοιμόντουσαν στα ζεστά υπόκαυστα (kulhan) των χαμάμ. Καταπώς φαίνεται, αποτελούσαν ένα είδος  αδελφότητας των γαβριάδων της πόλης που για να σε αποδεχτούν  έπρεπε να είσαι ορφανός και να αποδείξεις τις ικανότητές σου στις κλοπές.

Σταδιακά μεγαλοπιάστηκαν και άρχισαν να ζητούν χαράτσι (προστασία) από τους καταστηματάρχες και να ληστεύουν τους νυχτερινούς διαβάτες, με αποτέλεσμα σε  μια μεγάλη επιχείρηση η αστυνομία να συγκεντρώσει το 1846 κάπου επτακόσιους από δαύτους, οι περισσότεροι από τους οποίους στάλθηκαν στις τάξεις του στρατού.

Τους διαδέχτηκαν οι καπανταήδες, δηλαδή κουτσαβάκηδες έτοιμοι για καυγά και μαχαίρωμα, οι οποίοι συχνά δούλευαν και ως πυροσβέστες (τουλουμπατζήδες), αρμοδιότητα που ανήκε παλιότερα στους γενίτσαρους. Δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους  κιουλχάνμπεη, καθότι το κοινωνικό και οικονομικό τους επίπεδο ήταν ανώτερο από αυτούς και έτσι ο τίτλος προσβλητικός και απαξιωτικός. Κάθε γειτονιά είχε τον δικό της καπάνταη, ο οποίος συχνά ήταν και προστατευόμενος κάποιου ισχυρού που με τη σειρά του έπαιζε το ρόλο προστάτη της δημόσιας ηθικής. Ένας τέτοιος διάσημος τύπος ήταν ο ρωμιός Χρύσανθος, διάσημος για τις ερωτοδουλειές, τους φόνους και τις αιματηρές αποδράσεις του, που πληγωμένος σε μια συμπλοκή  κατέφυγε στην ερωμένη του Ευθυμία και πέθανε στα χέρια της.

Οι  καπανταήδες σύχναζαν σε περιθωριακά καφενεία, τα λεγόμενα σεμαϊ καχβελερί  όπου μαζευόντουσαν κάθε Παρασκευή και γιορτές και άκουγαν τους αμανέδες (mani) και τα επικά τραγούδια (destan) των διάσημων συναδέλφων τους. Στιχουργικά το πιο μεγάλο ενδιαφέρον το είχαν τα επικά τραγούδια όπου η αφήγηση θα ήταν γύρω από κάποιο κάποιο φόνο ή  εργατικό ατύχημα, μια φυλάκιση, κακουχίες Οθωμανού φαντάρου στην έρημο της Υεμένης ή γεγονότα από σεισμούς και πυρκαγιές, και πάντα μιλούσε ο σκοτωμένος. Όλοι πήγαιναν φορώντας  σακάκι και παντελόνι. Χόρευαν είτε συνοδεία τραγουδιών, είτε όταν τελείωνε το τραγούδι και άρχιζαν οι χορευτικοί σκοποί : τσιφτετέλι, κιοτσέκ (μασκαρεμένοι σε γυναίκα), αγιρλαμά (γαμήλιος), χασάπικο, χαλβατζή, αγιάκ χαβασί (κάτι σαν πόλκα), αλατούρκα, χορός των μαχαιριών, ζεϊμπέκικο. Στα καφενεία ξεκινούσαν πάντα με αμανέδες με μια ορχήστρα στην οποία  έπαιζαν κλαρινέτο, ζουρνά, μικρό τύμπανο, νταρμπουκά και ζίλιες. Ακολουθούσαν αλάφράγκα τραγούδια με καντάδες, δημοτικά τραγούδια και τσιφτετέλια και όταν γέμιζε το καφενείο άρχιζαν οι αμανέδες που κρατούσαν πάνω από ώρα ανάμεσα σε γέλια, πλάκες , πειράγματα και σάτιρες.

Ο Τσίροζ Αλή ήταν από τους διασημότερους τραγουδιστές  των καφενείων. Γόνος πλούσιου εργοστασιάρχη στο Εγρίκαπι, κοντά στο Εγιούπ από μικρός θέλησε να γίνει τουλούμπατζης (άτακτος πυροσβέστης),  και σύντομα όχι μόνο έγινε, αλλά απέκτησε και τη φήμη σπουδαίου τραγουδιστή. Σε όποιο καφενείο πήγαινε να τραγουδήσει  μαζευόντουσαν εκατοντάδες μερακλήδες να τον ακούσουν. Γύρω στα 1896 η φυματίωση τον κατέβαλε και κατέρρευσε. Στα τελευταία του τον πήγαν στο Μπακίρκιοϊ να αλλάξει αέρα. και εκεί κατέληξε. Την επόμενη μέρα διακόσιοι τουλουμπατζήδες είχαν μαζευτεί στο Ντεφτερντάρ, στην κόγχη του Κεράτειου κόλπου άναψαν φανάρια και άρχισαν να προχωρούν προς το Μπακίρκιοϊ, μαζεύοντας από τον δρόμο και ένα σωρό άλλους θαυμαστές του Αλή. Πήραν στα χέρια το φέρετρο και κατά το μεσημέρι επέστρεψαν στο Εγιούπ,  όπου τους περίμεναν εκατοντάδες άλλοι συνάδελφοί τους μαζί με πλήθος κόσμου μεταξύ των οποίων και πολλοί χριστιανοί και εβραίοι. Έτσι με τέτοιες τιμές κηδεύθηκε ο Τσιρόζ Αλή μια ανοιξιάτικη μέρα.

Οι  καμπάνταηδες στην οθωμανική Πόλη είχαν την φήμη του ‘’ιππότη των πόλεων’’. Τα κατορθώματά τους κανείς δεν τόλμησε να τα καταγράψει, και όσοι το προσπάθησαν απέτυχαν. Τα ‘’έπη’’ αυτά μεταφέρονται από στόμα σε στόμα , από  γενιά σε γενιά και με τις απαραίτητες προσθήκες αποκτούν άλλη οντότητα άλλο κύρος, γίνονται θρύλοι.

Οι καμπάνταηδες κυκλοφορούσαν συνήθως νύχτα σε ύποπτα στέκια, σε υπόγεια λημέρια, σε χαμαιτυπεία. Είχαν μπέσα, λόγο, δεν πρόδιδαν, άλλες φορές ρομαντικοί και άλλες άγριοι μέχρι φόνου. Ζούσαν σε ένα δικό τους κόσμο, τον υπόκοσμο. Υποστήριζαν τον αδύναμο, τον φτωχό, ελεούσαν τον ζητιάνο και από την άλλη πλευρά αφάνιζαν τον άδικο, τον σπιούνο, τον ρίχτη, τον ανώμαλο. Η φήμη τους ήταν πάνω από όλα. Σαν ήθελαν να υποτιμήσουν κάποιον του σιναφιού τον αποκαλούσαν κιουλχάνμπεη. Υπήρχε μεταξύ τους εκτίμηση και αλληλεγγύη. Σε περίπτωση που πρόβαλλε ασυνεννοησία μεταξύ τους, τότε κάνανε racon  μεταξύ τους. Δηλαδή κάποιος ηλικιωμένος, σοφός καμπάνταης αναλάμβανε σαν διαιτητής να λύσει τις όποιες διαφορές είχαν. Θα άκουγε τις απόψεις και τις θέσεις των αντιδικούντων σαν δικαστής και θα έδινε τη σωστή, τη δίκαιη λύση στο πρόβλημά τους. Κανείς δεν τολμούσε να αντισταθεί ή να αντιδράσει στην απόφαση αυτή, γιατί τότε μια  μόνο λύση υπήρχε:  η μονομαχία, το ντουέλλο..

Από το μυαλό τους δεν περνούσε η σκέψη να εργαστούν νόμιμα. Κανόνιζαν όλες τους τις ”δουλειές” και τις εκτελούσαν με ακρίβεια. Όταν βρισκόντουσαν με συνεργάτες ή φίλους τους, έπιναν μέχρι το πρωί, αλλά δεν ξέφευγαν ποτέ, δεν έχαναν την ισορροπία τους. Γελούσαν, έπαιζαν, κουβέντιαζαν, με τις γυναίκες ήταν ευγενικοί και ποτέ δεν τις πρόσβαλαν. Ερωτευόντουσαν σοβαρά και χωρίς όρια και δεν δεχόντουσαν μύγα στο σπαθί τους όταν πείραζε κάποιος τη συνοδό τους. Ντυνόντουσαν όπως όλοι οι άνθρωποι, έραβαν τα ρούχα τους σε αξιόλογους ράπτες και ποτέ δεν κυκλοφορούσαν δίχως πανωφόρι (από κάτω έπρεπε να κρύβουν και το σιδερικό του ο καθένας).

Όλοι τους αποτελούσαν μέλη των εθελοντών πυροσβεστών της γειτονιάς, δηλαδή τουλουμπατζήδες. Την εποχή εκείνη  η πυρόσβεση αποτελούσε σπορ, κάτι σαν το σημερινό ποδόσφαιρο ας πούμε. Ένας αγώνας ταχύτητας.

Ο Τοπχανάς ήταν το στέκι του υποκόσμου, των φονιάδων, των περιθωριακών, των μαχαιροβγαλτών. Στην περιοχή το πάνω χέρι, ο αγάς δηλαδή, ήταν ο Nusrettin Orucu ή κοινώς ο Arap Nasri.  Ιδιοκτήτης χαρτοπαικτικής λέσχης στο Μάλτεπε αναγκάστηκε να κατέβει στην Πόλη όταν η αστυνομία του έκλεισε το ”μαγαζί”. Εγκαταστάθηκε στον Τοπχανά και παρείχε αρχικά προστασία στα ”κορίτσια” του Κεμέραλτι. Αργότερα επεκτάθηκε στην προστασία των εταιριών του λιμανιού που τροφοδοτούσαν τα πλοία. Τέλος αποφάσισε να εγκαταλείψει την παρανομία. Έτσι ίδρυσε μια δική του τροφοδοτική εταιρία και για το γνωστό σε όλους μας ”ξεκάρφωμα” έγινε και πρόεδρος της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας Tayfunspor., της οποίας τα γραφεία συμπτωματικά ήταν κάτω από το σπίτι μου. Για τους φτωχούς και αδύναμους ήταν ο μεγάλος αδελφός, ο Ρομπέν των Δασών. Τους τάϊζε, τους βοηθούσε, τους προστάτευε και ήταν ο αγαπημένος τους Νασρί. Κάποτε στα ήρεμα χρόνια της Πόλης στη γειτονιά που ο πατέρας μου λειτουργούσε παντοπωλείο, υπήρχε ένα ωρολογάδικο, του Αντρέα. Αυτός είχε ένα παραγιό, τον Νίκο, στον οποίο  κληροδότησε το μαγαζάκι του όταν πέθανε. Σήμερα ο Νίκος διατηρεί παρόμοιο κατάστημα στην Αθήνα.

Ένα απόγευμα, μου διηγήθηκε ο Νίκος, στο μικρό αυτό μαγαζάκι, που ήταν κολλημένο στην μάντρα του Αη Γιάννη των Χίων στον Γαλατά, εμφανίζονται δύο πρωτοπαλήκαρα του Νασρί του αφήνουν ένα ρολόϊ χειρός πάνω στον πάγκο και του λένε:  ‘’ το ρολόι αυτό είναι του Νασρί, ξέρεις ε; το θέλει επιδιορθωμένο μέχρι αύριο το πρωϊ. Κατάλαβες; ‘’. Ο Νίκος ασφαλώς και ήξερε τι εννοούσαν οι μπράβοι. Ανοίγει το ρολόι, φοράει το φακό στο ένα του μάτι  και καταλαβαίνει πως η ζημιά δεν ήταν και τόσο απλή και γι αυτό θα χρειαζόταν ανταλλακτικό από την αντιπροσωπεία. Έπρεπε λοιπόν να βρει κάτι για να  δικαιολογηθεί την επόμενη που θα ερχόταν για να το παραδώσει.  Το πρωί την άλλη μέρα παρκάρει μια τεράστια Σεβρολέτ έξω από το φτωχικό αυτό μαγαζάκι, κατεβαίνουν δυο μπράβοι, ανοίγουν την πίσω πόρτα και εμφανίζεται ο ίδιος ο Αράπ Νασρί να μπαίνει στο ωρολογάδικο. ’’Λοιπόν; του λέει,  τι είχε το ρολόι μου; το έφτιαξες; ’’ ο Νίκος  κρατώντας την ψυχραιμία του για να μη δείξει και το φόβο του απαντά ‘’Ακούστε, το ρολόι σας είχε σοβαρή ζημιά. Μπορούσα να το επιδιορθώσω αμέσως με ιμιτασιόν ανταλλακτικά, αλλά δεν το έκανα. Θεώρησα πως δεν πρέπει να κοροϊδέψω έναν άνθρωπο που τόσα και τόσα προσφέρει στην περιοχή μας από όλες τις πλευρές. Γι αυτό παρήγγειλα από την αντιπροσωπεία γνήσια ανταλλακτικά και θα το έχω έτοιμο αύριο το απόγευμα’’. Μ αυτή την κίνηση και τη γλυκιά του γλώσσα ο Νίκος κέρδισε την εκτίμηση του Νασρί, πράγμα πολύ σπάνιο για έναν ρωμηό και μέσα στο Γαλατά, ο οποίος από τότε φρόντιζε και του έστελνε σοβαρή πελατεία. Ο Νασρί πέθανε τον Απρίλιο του 2016 και η κηδεία του έγινε στο τζαμί Καραμπάς του Τοπχανά.

΄Αλλοι Τούρκοι και Ρωμηοί καμπανταήδες

Στις 28 Δεκεμβρίου του 1968 φτάνει στην Κωνσταντινούπολη με την φίλη του Πατρίτσια από την Ιταλία ο αμερικανός γκάγκστερ Ralp Garry. Θεωρείται ύποπτος, συλλαμβάνεται και παραπέμπεται στο αστυνομικό τμήμα του Καράκιοϊ για εξακρίβωση στοιχείων.

Εκεί, μέσα στο τμήμα προσβεβλημένος και εκνευρισμένος από την συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων ανέσυρε τα δύο του περίστροφα και άρχισε να πυροβολεί τους πάντες. Αφού ξάπλωσε στο πάτωμα έναν αστυνόμο ξέφυγε από τους διώκτες του και ταμπουρώθηκε σε παρακείμενο μαγειρείο, το Liman Lokantasi απ όπου συγκρούστηκε με σχεδόν όλη την δύναμη του αστυνομικού τμήματος. Μέχρι να τον γαζώσουν δύο πολυβόλα και να τον σκοτώσουν διάτρητο με 62 σφαίρες, πρόλαβε και σκότωσε 4 άτομα. Μεταξύ αυτών και ο Kemal Eroge, Γενικός Διευθυντής Ναρκωτικών της Ασφάλειας του Πέρα. Ο γιαλομάτης Γκάρυ είχε στην κατοχή του 5 κιλά ηρωϊνης για να τη μεταφέρει στην Ευρώπη.

Ο Eroge ήταν αγαπητός αξιωματικός στον υπόκοσμο. Στην κηδεία του παρευρέθηκαν πολλά ονόματα του περιθωρίου όπως ο κούρδος Ιδρίς και ο Αράπ Νασρί που έκλαψαν από συγκίνηση.

Η υπόθεση Γκάρυ ήταν και η απαρχή του αμερικάνικου γκαγκστερισμού στην Κωνσταντινούπολη. Τους καμπανταήδες άρχισαν να τους αποκαλούν ‘’νονούς’’ και ο όρος ‘’εκτελεστής’’ έγινε της μόδας στους κύκλους του υποκόσμου. Η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει από τον γνωστό ήπιο τρόπο της παρανομίας προς το άγριο, στυγνό και αμείλικτο έγκλημα.

Με την Στρατιωτική παρέμβαση της 12 Μαρτίου 1971 οι φυλακές άρχισαν να γεμίζουν με ανθρώπους των γραμμάτων, της κουλτούρας, με συγγραφείς, δημοσιογράφους, σκιτσογράφους και γενικότερα με ανθρώπους ανώτερου επιπέδου οι οποίοι και δημιουργούσαν racon με τους εγκληματίες. Έτσι άρχισαν στις φυλακές να εμφανίζονται οι αγάδες των κελιών που είχαν στην δούλεψή τους κάποιους άψυχους φουκαράδες, τα τσιράκια τους. Οι αγάδες διακινούσαν τα ναρκωτικά και ηγούνταν στο κουμάρι. Κι από αυτά διεκδικούσαν τη γκανιότα τους και έτσι αποκτούσαν χρήματα και έφτιαχναν της συμμορίες των φυλακών. Οι ‘’συναλλαγές’’ των πλούσιων πια αγάδων των φυλακών με τους παραδικαστικούς κύκλους και τους πολιτικούς ήταν γεγονός.

Ο τίτλος ‘’ιπσίζ’’ μπορεί να υπονοεί τον αχαλίνωτο, τον λυτό, τον χωρίς όρια άνθρωπο λόγω της γενναιότητας του, της ματιάς του αλλά και της επιθετικότητας που επιδεικνύει στις κινήσεις του. Ακόμη μπορεί να σημαίνει και δοτικότητα καθότι ο Ipsiz Recep ήταν γνωστός και σαν ‘’τρύπια τσέπη’’. Γεννήθηκε το 1862 και ξεκίνησε να εργάζεται σαν μεταφορέας κάρβουνου στο Ζονγκουλντάκ αλλά μετά από κάποιες αποτυχίες παρασύρθηκε στον υπόκοσμο. Πήρε και εύσημα από τον Κεμάλ Ατατούρκ όταν κούρσεψε ένα γαλλικό πλοίο και είχε ενεργή συμμετοχή ενάντια στον ελληνικό κατοχικό στρατό, και ανακηρύχτηκε εθνικός εκατόνταρχος. Όταν του απονεμήθηκε παράσημο το επέστρεψε λέγοντας: ‘’ εγώ πολέμησα για την πατρίδα μου και όχι για το παράσημο’’. Πέθανε το το 1928 στο Yenimahalle και ο τάφος του βρίσκεται στην πόλη Karasu.

Ρωμηός στην καταγωγή ο Γρηγόρης, Solak Ligor, γεννήθηκε το 1888 στο Ικόνιο από πατέρα ράφτη. Σε ένοπλη οικογενειακή διαμάχη τραυματίστηκε και έχασε το δεξί του χέρι, εξ ου  και το ψευδώνυμο σολάκ. Η βεντέτα που στοίχισε το χέρι του Γρηγόρη καλά κρατούσε και έτσι ο Θοδωρής, ο πατέρας του αποφασίζει να μετακομίσει στο Φανάρι, στην Πόλη. Ο γιος με την αναπηρία του χεριού δεν μπόρεσε να συνεχίσει το επάγγελμα του πατέρα του και αναζήτησε τη ζωή στους δρόμους μεταξύ των περιθωριακών. Εκεί γνωρίζεται με το πιο ‘’γρήγορο μαχαίρι’’ της εποχής που του μαθαίνει όλες τις τεχνικές ενός μαχαιροβγάλτη. Ένας Εβραίος έμπορας θα είναι το πρώτο του θύμα, και μ αυτό ο Γρηγόρης βάζει υποψηφιότητα στην άγρια νύχτα του Κεράτειου Κόλπου. Η φήμη του έφτασε μέχρι τον Γαλατά ενώ στο Εγιούπ θεωρούταν τρομερός καμπανταής . Αργότερα τον ‘’κέρδισε’’ η πλαστογραφία ξένων χαρτονομισμάτων. Έτσι το 1921 συλλαμβάνεται με μια φίλη του πόρνη για παραχάραξη αγγλικών χαρτονομισμάτων. Κανείς μέχρι σήμερα δεν γνωρίζει το τέλος του.

Γεννημένος στη Σεβάστεια τo 1886 από άγνωστους γονείς ο Pic Ardas μεγάλωσε  σε βρεφοκομείο (pic = μπάσταρδος),από όπου τον περιμάζεψε ένας Αρμένης ιερέας, ο Σαρκίς. Αν και η ανατροφή του μέσα σε εκκλησιαστικό περιβάλλον ήταν άριστη, ο ίδιος αντιδρούσε στα γράμματα και πήγε να εργαστεί παραγιός σε ένα φούρνο. Σε ηλικία 24 ετών τραυμάτισε σοβαρά δύο κληρικούς επειδή δεν του έδιναν χρήματα που τους ζητούσε. Αποτέλεσμα του εγκλήματος ήταν να μεταπηδήσει στην παρανομία. Ερωτεύεται την αδελφή ενός φίλου και συνεργάτη του, του Αγαβνί, και όταν ο πατέρας της αρνείται να του την δώσει, αυτός την κλέβει και τραυματίζει τον πατέρα της.  Οι δυό μαζί γίνονται ο τρόμος και ο φόβος της περιοχής του Σκούταρι και Ουμρανιγιέ στην ασιατική όχθη.

 Ο Mavnaci Ali ήταν από την Ρίζε του Πόντου και το 1906 μαχαίρωσε και σκότωσε έναν νταή, τον Καραμανλή Γιουσούφ στην αποβάθρα του Σκούταρι. Έτσι έμεινε ο μόνος νταής στην περιοχή. Όταν μαθαίνει τα ανδραγαθήματα του Αρντάς αλλά και τον ξυλοδαρμό κάποιων ‘’ανθρώπων’’ του, θύμωσε και έστειλε μαντάτο στον Αρντάς που τον καλούσε σε μονομαχία στις 26 Νοεμβρίου του 1920 στο Κουσκουντζούκι.

Από την πλευρά του τώρα ο Αρντάς ήθελε να ξεφτιλίσει και να σκοτώσει τον Mavnaci Ali. Η μονομαχία με μαχαίρια μπροστά στο κεντρικό καφενείο Γιαλί κράτησε πολλές ώρες και η τύχη, παρά του ότι ο ‘’ήρωας’’ μας έχασε δύο του δάκτυλα, του γέλασε και έτσι έμεινε μόνος νταής στην περιοχή.

Η αυτοκρατορία του όμως δεν κράτησε για πολύ. Με την ίδρυση της δημοκρατίας χάνονται και τα ίχνη του μέσα στην ιστορία.

Ο εφιάλτης της νύχτας στην περιοχή του Τοπχανέ του Γαλατά άκουγε στο όνομα Arap Husnu. Γεννήθηκε στην Τρίπολη Λιβύης τo 1870 με το όνομα Μισέλ και αργότερα όταν ασπάστηκε το Ισλάμ πήρε το όνομα Χουσνί. Μόνο η μορφή του, το μισόκλειστο αριστερό του μάτι, το μισοκομμένο του αφτί και η βαθιά ουλή στο σαγόνι του ήταν αρκετά για να κερδίσει επάξια το παρατσούκλι του ‘’εφιάλτη της νύχτας’’. 

Σε ηλικία μόλις 45 ετών κατάφερε και έσβησε από την πιάτσα του υποκόσμου κάθε αντίπαλη ομάδα. Με την αιγυπτιακή του φαλτσέτα σκότωσε 2 άτομα στο Σαλιπαζάρ αλλά επειδή υπήρχαν ελλειπή επιβαρυντικά στοιχεία απέφυγε τη σύλληψη. Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας συλλαμβάνεται, απελαύνεται και έκτοτε δεν έμαθε κανείς τι απέγινε.

 

Γεννημένος το 1890 στην Τοκάτη ο Μανώλης κατείχε τον τίτλο του ‘’καθαρού’’. Ποτέ δεν σκότωσε και ποτέ δεν ήταν οπλισμένος ο Sik Manol. Αν και κοντός στο μπόι χρησιμοποιούσε στους καυγάδες την ευλυγισία του αλλά κυρίως το κεφάλι και τις γροθιές του. Ήταν πάντοτε ντυμένος στην πέννα, με ένα βελούδιν σακάκι, την γραβάτα  και το καβουράκι του και ξεχώριζε από τους κοινούς νταήδες των μαχαλάδων που δίκαια τον αποκαλούσαν σικάτο Μανόλη. Ο πατέρας του τον έστειλε να σπουδάσει στην Πόλη αλλά ο ίδιος καμία όρεξη για γράμματα δεν είχε. Έτσι ανοίγει μια χαρτοπαικτική λέσχη στο Γαλατά. Μια ήσυχη  κατά τα άλλα νύκτα μια παρέα από 6 μαντράχαλους του Κασίμπασα μπουκάρουν στη λέσχη και του ζήτησαν χαράτσι για προστασία. Ποιόν; τον Μανώλη!

Γύρισαν τα μάτια του μόρτη και άρχισε η μάχη. Έξη οπλισμένοι με μαχαίρια και φαλτσέτες νταήδες δεν μπορούσαν να κάνουν ‘’καλά’’ τον ήρωά μας. Χοροπηδούσε σα μαϊμού ο Μανώλης και απέφευγε τις μαχαιριές ενώ κάθε του χτύπημα ήταν καίριο και εύστοχο. Κάποια στιγμή φτάνει και η αστυνομία, στα αμερικάνικα έργα τέτοιου περιεχομένου ποτέ δε φτάνει, οι 6 παλληκαράδες εξαφανίζονται στη θέα των ένστολων και ο Μανώλης σα να μη συνέβαινε τίποτα σκύβει μαζεύει το καπέλο του, το ξεσκονίζει με την ησυχία του και τους επιβεβαιώνει ότι η παρεξήγηση είχε λήξει. Η αστυνομία, που κατάλαβε ποίοι ακριβώς ήταν οι υπεύθυνοι ταραξίες δεν επέμεινε και αποχώρησε.

Ο Έλληνας Κωστής από την Οδησσό (1895). Χαράτσωνε, σαν σωστός προστάτης όλη την περιοχή από το Ταξίμ μέχρι το Τούνελ εισέπραττε το χαράτσι και εξαφανιζόταν χωρίς να αφήσει ίχνη. Παρ΄ότι είχε  την εύνοια της αγγλικής αστυνομίας ο Κωστής διέπραξε αρκετούς φόνους σε μπαρ και  καπηλειά. Όταν έφτανε η αστυνομία τον έβρισκε καθισμένο στο τραπέζι του σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Μέχρι που σκότωσε ένα αξιωματικό της αστυνομίας και η ισορροπία άλλαξε .

Στο δεξί του μπράτσο είχε ένα τατουάζ με μια κοπέλα να κρατά μαχαίρι και στο αριστερό του ένα γράμμα ‘’Μ’’ που μάλλον δήλωνε το όνομα της μετρέσας του, Μαρί. Έχασε τη ζωή του σε μονομαχία έξω από τη μπυραρία του Γιακούπ στην πλατεία της κρήνης από τον Πόντιο Χουσεϊν με τέσσερεις μαχαιριές την 9η Ιουλίου του 1921.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ – ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ (1898)

Από πολύ μικρός στο κουρμπέτι ο Χρήστος Αναστασιάδης που με το παρατσούκλι  Χρύσανθος (1898) έκλεβε μαζί με τον αδελφό τον Κώτσο τσάντες επιβατών στα λεωφορεία και τα τραμ. Αργότερα οργάνωσε μια σπείρα που έσπειρε τον πανικό στους ήσυχους και ερημικούς δρόμους της Πόλης όπου υπό την απειλή μαχαιριών λήστευαν περαστικούς. Νεαρός και ωραίος ο Χρύσανθος έγινε ο ερωτικός στόχος πολλών γυναικών των πίσω και σκοτεινών δρόμων του Πέρα. Τα έβαλε και με την αστυνομία. Σε μια απειλητική του επιστολή στον Διευθυντή της Αστυνομίας Κωνστ/πολης του είπε ότι θα έπινε το αίμα πολλών ανθρώπων. Έτσι αναφέρεται σαν ο πρώτος κατά συρροή δολοφόνος. Διέπραξε την πρώτη του δολοφονία στο Μπογάζκεσεν, την οδική αρτηρία που ενώνει το Γαλατά με το Πέρα. Εκεί λήστεψε και σκότωσε ένα ηλικιωμένο γαλατά, τον Ρετζέπ. Σε λίγες μέρες συνελήφθη και φυλακίστηκε. Απέδρασε από τις φυλακές μαζί με τους συγκρατούμενούς του Ζαφείρη, Νίκο και Φαντομά Μεμέτ σκάβοντας σήραγγα. Συνέχισε την παράνομη δράση του για πολλά χρόνια ακόμη αλλά πάντοτε διέφευγε την σύλληψη.  Με την συμμορία του χτυπούσαν αστυνομικά τμήματα και σκότωναν χωρίς έλεος. Ώσπου  σε μια επιδρομή της αστυνομίας,  κατόπιν προδοσίας από τον φίλο του Αγάθωνα Γκαργκαράτσα, ο Χρύσανθος εκτελέστηκε από τον τραυματισμένο στην καρδιά κατά την συμπλοκή  επιθεωρητή Τζαφέρ Ταγιάρ, ο οποίος σε μια  ύστατη προσπάθεια έπιασε με τα ματωμένα του χέρια τον Χρύσανθο από τον λαιμό και με το άλλο του χέρι στο οποίο  κρατούσε το υπηρεσιακό του πιστόλι  άδειασε όλες τις σφαίρες στην καρδιά του επικηρυγμένου και τον άφησε στον τόπο. Ο φίλος του όμως ο Κωστής έψαξε και βρήκε την κρυψώνα του προδότη κάπου στα Ψωμαθειά  και φυσικά τον σκότωσε. Στην Ασφάλεια όταν έκλεισε ο φάκελος του Χρύσανθου αναφέρθηκαν 21 δολοφονίες εκ των οποίων 13 αστυνομικοί. Και ήταν μόλις 23 ετών.

Στο Μέγα Ρεύμα ο Γιώργης ο Σημαδεμένος (1892) έμαθε να ψαρεύει με τη βάρκα του πατέρα του, Μιλτιάδη. Δεν θα ήταν 11 ετών όταν κάηκε στο πρόσωπα καθώς τηγάνιζε ψάρια μέσα στη βάρκα . Έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι Yamali Yiorgi.  Σε ηλικία 17 ετών θα μαχαιρώσει έναν ψαρά στο Ρουμελιχισάρ με τον οποίο είχε πιαστεί στα χέρια και αργότερα σε άλλο καυγά θα τραυματίσει σοβαρά άλλους 4 ψαράδες. Τότε ήταν που παράτησε το ψάρεμα και άρχισε τις ένοπλες ληστείες διαβατών σε ερημικούς δρόμους. Ερωτεύεται τη Δέσποινα τη Σμυρνιά και συζούν σε ένα σπίτι κοντά στο Αγίασμα του Μεγ. Ρεύματος. Το 1921 σκότωσε έναν αμαξηλάτη στο Μπεμπέκι και ένα καφετζή στο Μεσοχώρι επειδή αρνήθηκαν να του πληρώσουν χαράτσι προστασίας. Με τις δυο δολοφονίες πέρασε το όνομά του μεταξύ των στυγνών δολοφόνων της Πόλης. Το 1923 μέσα σε ένα πηγάδι βρέθηκε το πτώμα του. Τα ταραγμένα εκείνα χρόνια του δεκάτου ένατου αιώνα όταν κατέρρεε η Οθωμανική αυτοκρατορία σκορπώντας παντού το αίμα με τις φρικτές γενοκτονίες, αυτοί οι Ρωμιοί έγραψαν με το δικό τους τρόπο μια άλλη ιστορία όπου η λέξη ραγιάς δεν είχε κανένα νόημα. Αντίθετα για αυτούς, όπως αναφέρεται οι Οθωμανοί Τούρκοι ήταν οι… ραγιάδες.

Ήθελε πολύ να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, Γιώργου, ο Kesik Nikolas (1884). Όμως από τη μια πλευρά δεν μπορούσε ούτε φύλο να ανοίξει και από την άλλη έψαχνε για εύκολα χρήματα. Αφού για ένα διάστημα δοκίμασε να ζήσει σαν χαμάλης απογοητεύτηκε και διάλεξε αυτό που του προόριζε η μοίρα του. Προστασία έναντι χαρατσιού. Πρώτο  θύμα του ένας φίλος του πατέρα του, ο Τατιός Εφέντης, που του αντιστάθηκε, και τον τραυμάτισε σοβαρά με φαλτσέτα την οποία έμαθε να χρησιμοποιεί και να εξακοντίζει προς τα θύματά του άριστα.

Η αρχή έγινε!  Όσοι δεν τον πλήρωναν τους έκοβε. Σε κάποιο καυγά τραυματίστηκε στο αριστερό του μάγουλο και ανταμείφθηκε με το ψευδώνυμο Κεσίκ, που σημαίνει κομμένος. Σκότωσε τον Ριζά τον χαμάλη επειδή αρνήθηκε να τον πληρώσει. Μπουρδέλα και λέσχες ήταν κατά προτίμηση ο κατάλογος της πελατείας του αφού είχαν απαραιτήτως ανάγκη από την προστασία του. Κατάφερε να γίνει το πρώτο όνομα στο Πέρα, αλλά μόνο για λίγο, καθόσον σε ένα καυγά στη λέσχη του Σικ Μανόλ το 1922 θα χάσει τη ζωή του από τον Πόντιο Χουσεϊν.

HANZADE

Η πρώτη και ίσως τελευταία γυναίκα του υποκόσμου της Πόλης που σκόρπισε τον τρόμο στις περιθωριακές γειτονιές. Κάποια μέρα χάνεται ο μονάκριβος 12 χρονος  γιος της και σαν μάνα τρελαμένη άρχισε να τον αναζητά. Ο σύντροφος προσπαθεί να την αποτρέψει και να αφήσουν την αστυνομία να κάνει τη δουλειά της . Υποψιασμένη η πονηρή Χανζαντέ μεταμφιέζεται σε άνδρα και αρχίζει να παρακολουθεί τον  φίλο της. Τελικά ανακαλύπτει ότι τις νύχτες, αφού εισέπραττε τα χαράτσια  κατέληγε σε ένα χαμάμ όπου είχε φυλακίσει τον γιο της και τον εξέδιδε σε πελάτες του χαμάμ. Στην συνέχεια αποκαλύπτεται και παίρνοντας ένα παρακείμενο τσεκούρι, που χρησίμευε στην κοπή των κούτσουρων για την θέρμανση του νερού, σφάζει χωρίς οίκτο και σε κατάσταση αμόκ 21 άτομα μεταξύ των οποίων και τον σύντροφό της. Συλλαμβάνεται μετά από προσπάθειες 17 μηνών μέσα στο σπίτι όπου οχυρώθηκε, δικάστηκε και εκτελέστηκε από απόσπασμα.

Ένας φυλακόβιος νταής  ήταν  ο Abdullah Palaz (1923) έγκλειστος για 43 φόνους και με ποινές τετράκις εις θάνατον και φυλάκιση 740 ετών. Σε μια εξομολόγησή του από το τηλέφωνο είχε πει: ‘’ όταν στη φυλακή μιλούσαν τα όπλα οι φύλακες δεν ανακατεύονται. Τα όπλα έπρεπε να σιγήσουν, να πεθάνουν όσοι έπρεπε να πεθάνουν και τότε μόνο θα άρχιζε η διαπραγμάτευση της παράδοσης των όπλων’’. Με αυτά τα λόγια το ανθρωπόμορφο αυτό τέρας του Άντεπ, που διέπραξε 43 φόνους, άρχισε να εξιστορεί τη ζωή του στα απομνημονεύματά του. Συγκρατούμενος του ήταν και ο συγγραφέας Ναζιμ Χικμέτ, και λέγεται ότι υπήρξε και ο μόνος που τον περιέθαλψε όταν κάποια φορά τον έβγαλαν από την απομόνωση.

Ο τίτλος του ‘’τέρατος ‘’ του αποδόθηκε στις φυλακές του Ικονίου, όπου μαζί με άλλα 7 άτομα, εξοπλισμένα με μαχαίρια που οι φρουροί τους προμήθευσαν, επιτέθηκαν στον θάλαμο των αγάδων και τραυμάτισαν σοβαρά πολλούς από αυτούς.

Τον μεταφέρανε στις φυλακές του Αφιόν και εν συνεχεία στα κάτεργα της Προύσσης. Εδώ τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Για εκφοβισμό τους έριξαν μέσα σε ένα βόθρο όπου τους κράτησαν για 6 ώρες. Ο Αμπντουλάχ ήταν ψηλός και έτσι οι ακαθαρσίες έφταναν μέχρι τις μασχάλες του. Οι άλλοι ; Ένας μόνο βγήκε ζωντανός από την κόλαση. Ο Αμπντουλάχ. Τότε τον πλησίασε ένας άνθρωπος και του πρόσφερε αρκετό νερό για να ξεβρομίσει καθώς και τσιγάρα. Ήταν ο Ναζίμ Χικμέτ, ο πολιτικός κρατούμενος την εποχή εκείνη.

Όταν συνήλθε από την περιπέτεια αυτή ο Παλάζ δολοφόνησε κάποιον Ιμπραήμ από το Φερίκιοι για να τον στείλουν στις φυλακές της Σινόπης από όπου μετά από 48 χρόνια, αποφυλακίστηκε με την αμνηστία του 1991.    Ούτε δύο μήνες δεν έζησε μετά την αποφυλάκισή του. Πέθανε λένε ψιθυρίζοντας μέχρι την τελευταία του πνοή ένα ποίημα του Χικμέτ. Ο ενταφιασμός του λένε ότι έγινε στην Άγκυρα και άλλοι ισχυρίζονται ότι έλαβε χώρα στην πατρίδα του το Γκαζιάντεπ, στη νοτιοανατολική Τουρκία.  Μήπως όμως ο θρύλος των φυλακών ζει ακόμη και  οι τάφοι αυτοί είναι κενοί;           

Ο κακοποιός Dundar Kilic που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα to 1935 και μαθήτευσε την παρανομία κοντά σε ήρωες του Λυτρωτικού Πολέμου από το χωριό Οφ. Οι Οφλούδες θεωρούσαν τον εαυτό τους σαν τους πρώτους που πυροβόλησαν ενάντια στον εχθρό κατά τον ξεσηκωμό του 1919. Το πρώτο παράνομο βήμα το έκανε πυροβολώντας  τον νταή Αβνί Τσακίρογλου σην Πόλη. Φυλακίστηκε 38 φορές για παράνομη οπλοκατοχή, ναρκωτικά και πολλούς τραυματισμούς. Βασανίστηκε για να καταδώσει συνεργούς του, συνεργάστηκε με αξιωματικούς της Ασφάλειας για παρανομίες.  Κλήθηκε επίσημα από την Σεμρά Οζάλ να καταθέσει στην Επιτροπή της Βουλής για το βρομερό σκάνδαλο του Σουσουρλούκ το Νοέμβριο του 1996 κατά το οποίο μία θωρακισμένη Μερσεντές, που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, καρφώθηκε σ’ ένα φορτηγό. Στα συντρίμμια βρέθηκαν εξοπλισμός υποκλοπών και μυστικών επιχειρήσεων, όπλα, ναρκωτικά, χρήματα και αποκαλυπτικά έγγραφα. Οι αποκαλύψεις που προέκυψαν προκάλεσαν μείζονα πολιτική κρίση, η οποία οδήγησε στην κατάρρευση της κυβέρνησης Τσιλέρ και στον τραυματισμό του κύρους των ενόπλων δυνάμεων.

IDRIS OZBIR  (1937)

Ένα από τα πιο  διάσημα ονόματα του υποκόσμου που έκανε την εμφάνισή του τη δεκαετία του ΄70 στις χαρτοπαικτικές λέσχες της Πόλης είναι  του Idris Ozbir. Γεννήθηκε στο Καρς της ανατολικής Τουρκίας το 1937 Όταν ήλθε στην Πόλη δεν γνώριζε να μιλά τουρκικά παρά μόνο Κουρδικά, εξ ου και το παρατσούκλι Kurt Idris. Διακρίθηκε σε απάτες με επιταγές, εκβιασμούς, ληστείες και σύσταση εγκληματικών οργανώσεων.

Είχε πολύ καλές σχέσεις με πολιτικούς, καλλιτέχνες και την υψηλή κοινωνική κάστα της Πόλης. Λέγεται ότι είχε προσηλυτίσει τον Ιμπαρήμ Τατλίσες στη μαφία. Επίσης αξιοσημείωτο είναι ένα περιστατικό που συνέβη σε ένα κέντρο διασκέδασης με τον ”ερμαφρόδιτο” τραγουδιστή  Μπουλέντ Ερσόι. Σε αιφνιδιαστικό έλεγχο της αστυνομίας στο κέντρο όπου διασκέδαζε  ο Ιντρίς, τον πλησίασε η καλλιτέχνις και του είπε να της δώσει το περίστροφό του, αν το είχε μαζί του για να μη το βρουν επάνω του οι αστυνομικοί. Τον Απρίλιο του 2001 αποφυλακίστηκε αλλά έχασε τη μάχη της ζωής από τον καρκίνο ήπατος. Η κηδεία του ήταν πάνδημος και τον τίμησαν πολλοί  καλλιτέχνες, πολιτικοί αλλά και στελέχη μαφιόζικων οργανώσεων της Πόλης.

Όταν στην δεκαετία του ΄60 κάνανε λόγο για μαφίες στο μυαλό του καθενός ερχόταν οι Πόντιοι και κυρίως από την πόλη Οφ, οι Οφλούδες. Ο Cevahiroglu Hasan είχε επαξίως κερδίσει και τον τίτλο του νονού των Νονών όταν στις συγκρούσεις φατριών Αράβων και Ποντίων ηγείτο των τελευταίων με επιτυχία. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας νταής που ήθελε ειρήνη και όχι εντάσεις. Για παράδειγμα όταν ο Heybetli Huseyin σκότωσε  τον Cilli Burhan για διαφορές στην είσπραξη χαρατσιών μπήκε μπροστά και με τη μέθοδο του racon τους ανάγκασε να συμφιλιωθούν. Πέθανε νέος από καρδιακή ανακοπή. Την κηδεία του  παρακολούθησε πλήθος από τον υπόκοσμο αλλά και από το επίσημο κράτος. Δεκάδες αστυνομικοί διευθυντές και βαθμοφόροι του σώματος. Παρατηρήθηκε και στεφάνι από τον γιo του Προέδρου της Δημοκρατίας Cevdet Sunay, Kaya. Στο κοιμητήριο προσευχήθηκαν για την ψυχή του ο Arap Nasri δίπλα στον  Υπουργό Εργασίας Ali Riza Uzuner.

O διάσημος καλλιτέχνης και σκηνοθέτης Yilmaz Guney είχε στη διάρκεια της ζωής του πολύ καλές σχέσεις με τον περιθωριακό κόσμο του υποκόσμου. Δεν διέκοπτε τις όποιες φιλίες δημιουργούσε στις φυλακές και ήξερε να μιλά τη γλώσσα τους. Κάποιος είχε πει: ‘’ Ο Γιλμάζ είναι πραγματικός νταής. Ο Θεός μας φύλαξε που έγινε καλλιτέχνης. Θα μας είχε εξαφανίσει’’.  Ένα άλλο περιστατικό έλαβε χώρα σε κάποιο νυχτερινό κέντρο στο Μπεμπέκι, όπου τραγουδούσε η πρώην σύζυγος του Γκιουνέϊ και ο ίδιος διασκέδαζε. Έτυχε στο κέντρο να διασκεδάζει και ο γνωστός μας πλέον Kurt Idris με την παρέα του. Θέλοντας ο Ιντρίς να εντυπωσιάσει στον Γκιουνέϊ ζήτησε από το γκαρσόν και πλήρωσε όλο τον λογαριασμό του σκηνοθέτη αφήνοντας του ένα παχύ φιλοδώρημα.

Όταν ζήτησε ο Γκιουνέϊ να πληρώσει τον λογαριασμό και αποκαλύφτηκε η κίνηση του Ιντρίς, έγινε ο κακός χαμός : ‘’Θα πληρώσω τον λογαριασμό μου ο ίδιος, τι σχέση έχω εγώ με το βρώμικο χρήμα’’ φώναζε, μέχρι που ο Ιντρίς για να μη κελαiδήσουν τα σιδερικά τους πήρε τα λεφτά του πίσω, ζήτησε συγνώμη και έφυγε.

Γεννημένος στο Ικόνιο το 1887 ο Konyalı Osman ήταν το κακοποιό στοιχείο της ασιατικής Πόλης, δηλαδή της Χαλκηδόνας, όπου για 8 χρόνια είχε γίνει ο τρόμος και ο φόβος των κατοίκων και καταστηματαρχών. Είχε στο δεξί του χέρι ένα αρκετά μεγάλο λίπωμα. Πέθανε από φυματίωση αφού ταλαιπωρήθηκε για αρκετό καιρό.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

five × 1 =